κέρδει

κέρδει
κέρδος
gain
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
κέρδεϊ , κέρδος
gain
neut dat sg (epic ionic)
κέρδος
gain
neut dat sg
κερδαίνω
gain
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
κερδαίνω
gain
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρδε' — κέρδεα , κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (attic epic) κέρδεϊ , κέρδος gain neut dat sg (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut dat sg κέρδεε , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κερδογαμώ — κερδογαμῶ, έω (Α) παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”